- σπερματῶδες
- σπερματώδηςlike seedmasc/fem voc sgσπερματώδηςlike seedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σπερματώδης — ῶδες, Α [σπέρμα, ατος] 1. αυτός που έχει το σχήμα σπόρου 2. γόνιμος, δημιουργικός 3. αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση σπέρματος, σε μορφή σπόρου, που δεν έχει αναπτυχθεί 4. φρ. α) «σπερματώδης κίνησις» κίνηση που μοιάζει με την κίνηση τού… … Dictionary of Greek